περιώνυμος

περιώνυμος
-η, -ο / περιώνυμος, -ον ΝΜΑ
εκείνος τού οποίου το όνομα είναι γνωστό παντού, ονομαστός, ξακουστός, περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν-ώνυμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιώνυμος — far famed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώνυμος — η, ο ο παντού ονομαστός, ο περίφημος, ο ξακουστός: Ο περιώνυμος ναός της θεάς Αθηνάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιώνυμον — περιώνυμος far famed masc/fem acc sg περιώνυμος far famed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωνύμου — περιώνυμος far famed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωνύμους — περιώνυμος far famed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωνύμων — περιώνυμος far famed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωνύμῳ — περιώνυμος far famed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώνυμα — περιώνυμος far famed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώνυμε — περιώνυμος far famed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώνυμοι — περιώνυμος far famed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”